-κομείο : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· σε σύνθεση με το λόγιο τύπο του ουσιαστικού που υπάρχει ως α' συνθετικό, όταν αυτό απαντά με λόγιο και μη λόγιο τύπο· δηλώνει χώρο με ειδικές εγκαταστάσεις ώστε να είναι κατάλληλος: 1. για την περιποίηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βρεφο-, γηρο-. 2. για τη συστηματική επαγγελματική απασχόληση (εκτροφή, κατεργασία κτλ.) με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: τυρο-· μελισσο-, ορνιθο-·
Μπες εδώ , γράψε στο Λήμμα "%κομείο", πάτησε Αναζήτηση και κάνοντας κλικ σε κάθε λέξη δες τη σημασία της και την ετυμολογία της.
Μπες εδώ , γράψε στο Λήμμα "%κομείο", πάτησε Αναζήτηση και κάνοντας κλικ σε κάθε λέξη δες τη σημασία της και την ετυμολογία της.